ὄνιννος

ὄνιννος
ὄνιννος, , parasite found in sea-weed, perh.
A millepede, Thphr.HP 4.6.8 codd.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όνιννος — ὄνιννος, ὁ (Α) είδος παρασίτου που ζει σε θαλάσσια φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν η λ. έχει παραδοθεί σωστά, πιθ. να αποτελεί σύνθ. με α συνθετικό το ὄνος και β συνθετικό τη λ. ἴννος (πιθ. μτγν. τ. τού γίννος «γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”